αναμφισβήτητος

αναμφισβήτητος
-η, -ο (Α ἀναμφισβήτητος, -ον) [ἀμφισβητῶ]
αυτός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αδιαφιλονίκητος, αναμφίβολος, αναντίρρητος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν φιλονικεί, δεν λογομαχεί
2. «ἀναμφισβήτητος χώρα», θέση ορισμένη, γνωστή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀναμφισβήτητος — undisputed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμφισβήτητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν αμφισβητιέται, αδιαφιλονίκητος: Ήταν πια ο αναμφισβήτητος κύριος της περιουσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναμφισβητήτως — ἀναμφισβήτητος undisputed adverbial ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβήτητον — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc sg ἀναμφισβήτητος undisputed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβητητότερα — ἀναμφισβήτητος undisputed neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβητητότεραι — ἀναμφισβήτητος undisputed fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβητήτοις — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβητήτου — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβητήτους — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβητήτων — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”